- φυγαδευτική
- φυγαδευτικόςbanishingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυγαδευτικός — ή, όν, ΜΑ [φυγαδεύω] 1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.) … Dictionary of Greek